σύμμιγμα: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />mélange.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σύμμειγμα]] Ν<br />το [[μίγμα]] («ἀνάπλεων [[σύμμιγμα]] καὶ [[συμφόρημα]] γεγενημένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συμμιγ</i>- του [[συμμιγνύω]] «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}