συμμέτρησις: Difference between revisions

39
(15test)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer par comparaison.<br />'''Étymologie:''' [[συμμετρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer par comparaison.<br />'''Étymologie:''' [[συμμετρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συμμετρῶ]]<br />[[μέτρηση]] που γίνεται [[μετά]] από [[σύγκριση]], από [[παραβολή]] («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» — [[υπολογισμός]] του μήκους τών κλιμάκων σε [[σύγκριση]] με το ύψος του τείχους, <b>Θουκ.</b>).
}}
}}