σύμπλεκτος: Difference between revisions

39
(6_17)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
|lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}