συμπεριτρέπω: Difference between revisions

39
(6_2)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριτρέπω''': [[περιτρέπω]], [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.
|lstext='''συμπεριτρέπω''': [[περιτρέπω]], [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπεριτρέπομαι</i><br />(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περιτρέπω]] «[[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]»].
}}
}}