συναρμοστής: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui ajuste <i>ou</i> arrange;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gouverneur adjoint.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui ajuste <i>ou</i> arrange;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gouverneur adjoint.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό [[σύνολο]], [[συναρμολογητής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συμφιλιωτής]] αντιπάλων<br /><b>αρχ.</b><br />α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε [[νομοθεσία]], [[νομοθέτης]]<br />β) [[βοηθός]] κυβερνήτη, [[συγκυβερνήτης]].
}}
}}