συναρχία: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pouvoir commun <i>ou</i> partagé, notamment <i>en parl. du triumvirat à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συναρχίαι magistrature collective.<br />'''Étymologie:''' [[σύναρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pouvoir commun <i>ou</i> partagé, notamment <i>en parl. du triumvirat à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συναρχίαι magistrature collective.<br />'''Étymologie:''' [[σύναρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[σύναρχος]]<br />η ταυτόχρονη [[συνύπαρξη]] περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού [[διοίκηση]] («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναρχίαι</i><br />όλοι οι άρχοντες [[μαζί]], οι άρχοντες γενικά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συναρχία]] [[περί]] τι» — [[εξάσκηση]] στην από κοινού [[διοίκηση]] (<b>Στράβ.</b>).
}}
}}