συνδιαβιβάζω: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire traverser avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαβιβάζω]].
|btext=faire traverser avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαβιβάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] διά μέσου μιας περιοχής ή [[διαπεραιώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων.
}}
}}