σύνδορπος: Difference between revisions

39
(6_16)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνδορπος''': -ον, = [[σύνδειπνος]], Λυκόφρ. 135˙ ἡμετέρῃ σύνδ. ἀπεσκίρτησε τραπέζῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13, 84.
|lstext='''σύνδορπος''': -ον, = [[σύνδειπνος]], Λυκόφρ. 135˙ ἡμετέρῃ σύνδ. ἀπεσκίρτησε τραπέζῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13, 84.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[συνδαιτυμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]], [[γεύμα]]»].
}}
}}