συγγυμναστής: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon d’exercice.<br />'''Étymologie:''' [[συγγυμνάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon d’exercice.<br />'''Étymologie:''' [[συγγυμνάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συγγυμνάζω]]<br />[[σύντροφος]] σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συγγυμνάζω]]<br />[[σύντροφος]] σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ὁ, Α [[συγγυμνάζω]]<br />[[σύντροφος]] σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}