3,270,340
edits
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui compare <i>ou</i> sert à comparer ; ὁ [[συγκριτικός]] ([[τρόπος]]) le comparatif <i>t. de gramm.</i><br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui compare <i>ou</i> sert à comparer ; ὁ [[συγκριτικός]] ([[τρόπος]]) le comparatif <i>t. de gramm.</i><br />'''Étymologie:''' [[συγκρίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκριτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύγκριτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκριση]], στην [[αντιπαραβολή]], [[συσχετικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συγκριτικά</i><br />ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] τών επιθέτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συγκριτική [[μέθοδος]]» — [[μέθοδος]] που χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς της επιστήμης και η οποία βασίζεται στη [[σύγκριση]] («ιστορική συγκριτική [[μέθοδος]]»)<br />β) «συγκριτική [[ανατομική]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κλάδος]] της ανατομικής που μελετά τη [[δομή]] τών διαφόρων ζωικών οργανισμών, επιδιώκοντας να διαπιστώσει τα στοιχεία που ενώνουν ή διαφοροποιούν [[μεταξύ]] τους τα ζωικά είδη και να ανακαλύψει ποια από αυτά τα στοιχεία [[είναι]] θεμελιώδη ή δευτερεύοντα<br />γ) «συγκριτική [[γλωσσολογία]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επανασύνθεση μιας παλαιότερης γλώσσας ή ενός αρχαιότερου σταδίου μιας γλώσσας με [[βάση]] τη [[σύγκριση]] συγγενών λέξεων και εκφράσεων σε διαφορετικές γλώσσες ή σε διαλέκτους που προέρχονται από αυτές<br />δ) «συγκριτικό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[κλάδος]] της νομικής επιστήμης ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[επισκόπηση]] τών δικαίων που ισχύουν στις διάφορες πολιτείες και [[ιδίως]] την [[εξέταση]] τών παράλληλων θεσμών που υπάρχουν στις διάφορες χώρες<br />ε) «συγκριτική [[λογοτεχνία]]» — [[κλάδος]] της ιστορίας της λογοτεχνίας που μελετά τις σχέσεις [[ανάμεσα]] στις λογοτεχνίες διαφόρων χωρών<br />στ) «συγκριτική [[ψυχολογία]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τομέας]] της ψυχολογίας που μελετά τις ομοιότητες και διαφορές [[μεταξύ]] τών διαφόρων βιολογικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, σε ότι αφορά τη [[νόηση]] και τη [[συμπεριφορά]]<br />ζ) «[[συγκριτικός]] [[βαθμός]]»<br /><b>γραμμ.</b> ένα από τα παραθετικά του επιθέτου, [[βαθμός]] που δηλώνει τις διαβαθμίσεις τις οποίες [[είναι]] δυνατόν να παρουσιάζει η [[ποσότητα]] ή η [[ποιότητα]] ενός επιθέτου ή επιρρήματος<br />η) «[[θεωρία]] του συγκριτικού πλεονεκτήματος»<br /><b>(οικον.)</b> [[θεωρία]] που ανέπτυξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και σύμφωνα με την οποία [[κάθε]] [[χώρα]] [[πρέπει]] να εξειδικευθεί στην [[παραγωγή]] του αγαθού στο οποίο συγκριτικά με [[άλλη]] πλεονεκτεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει, που συνδέει, [[ενωτικός]], [[συνδετικός]]<br /><b>2.</b> [[μετασυγκριτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγκριτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της σύνθεσης<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Συγκριτικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεσσαλού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκριτικώς</i> / <i>συγκριτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συγκριτικά</i> Ν<br />με [[σύγκριση]], με [[αντιπαραβολή]] ή σε [[σύγκριση]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκριτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύγκριτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκριση]], στην [[αντιπαραβολή]], [[συσχετικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συγκριτικά</i><br />ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] τών επιθέτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συγκριτική [[μέθοδος]]» — [[μέθοδος]] που χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς της επιστήμης και η οποία βασίζεται στη [[σύγκριση]] («ιστορική συγκριτική [[μέθοδος]]»)<br />β) «συγκριτική [[ανατομική]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κλάδος]] της ανατομικής που μελετά τη [[δομή]] τών διαφόρων ζωικών οργανισμών, επιδιώκοντας να διαπιστώσει τα στοιχεία που ενώνουν ή διαφοροποιούν [[μεταξύ]] τους τα ζωικά είδη και να ανακαλύψει ποια από αυτά τα στοιχεία [[είναι]] θεμελιώδη ή δευτερεύοντα<br />γ) «συγκριτική [[γλωσσολογία]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επανασύνθεση μιας παλαιότερης γλώσσας ή ενός αρχαιότερου σταδίου μιας γλώσσας με [[βάση]] τη [[σύγκριση]] συγγενών λέξεων και εκφράσεων σε διαφορετικές γλώσσες ή σε διαλέκτους που προέρχονται από αυτές<br />δ) «συγκριτικό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[κλάδος]] της νομικής επιστήμης ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[επισκόπηση]] τών δικαίων που ισχύουν στις διάφορες πολιτείες και [[ιδίως]] την [[εξέταση]] τών παράλληλων θεσμών που υπάρχουν στις διάφορες χώρες<br />ε) «συγκριτική [[λογοτεχνία]]» — [[κλάδος]] της ιστορίας της λογοτεχνίας που μελετά τις σχέσεις [[ανάμεσα]] στις λογοτεχνίες διαφόρων χωρών<br />στ) «συγκριτική [[ψυχολογία]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τομέας]] της ψυχολογίας που μελετά τις ομοιότητες και διαφορές [[μεταξύ]] τών διαφόρων βιολογικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, σε ότι αφορά τη [[νόηση]] και τη [[συμπεριφορά]]<br />ζ) «[[συγκριτικός]] [[βαθμός]]»<br /><b>γραμμ.</b> ένα από τα παραθετικά του επιθέτου, [[βαθμός]] που δηλώνει τις διαβαθμίσεις τις οποίες [[είναι]] δυνατόν να παρουσιάζει η [[ποσότητα]] ή η [[ποιότητα]] ενός επιθέτου ή επιρρήματος<br />η) «[[θεωρία]] του συγκριτικού πλεονεκτήματος»<br /><b>(οικον.)</b> [[θεωρία]] που ανέπτυξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και σύμφωνα με την οποία [[κάθε]] [[χώρα]] [[πρέπει]] να εξειδικευθεί στην [[παραγωγή]] του αγαθού στο οποίο συγκριτικά με [[άλλη]] πλεονεκτεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει, που συνδέει, [[ενωτικός]], [[συνδετικός]]<br /><b>2.</b> [[μετασυγκριτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγκριτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της σύνθεσης<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Συγκριτικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεσσαλού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκριτικώς</i> / <i>συγκριτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συγκριτικά</i> Ν<br />με [[σύγκριση]], με [[αντιπαραβολή]] ή σε [[σύγκριση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[συγκριτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύγκριτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκριση]], στην [[αντιπαραβολή]], [[συσχετικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα συγκριτικά</i><br />ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] τών επιθέτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συγκριτική [[μέθοδος]]» — [[μέθοδος]] που χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς της επιστήμης και η οποία βασίζεται στη [[σύγκριση]] («ιστορική συγκριτική [[μέθοδος]]»)<br />β) «συγκριτική [[ανατομική]]»<br /><b>ανατ.</b> [[κλάδος]] της ανατομικής που μελετά τη [[δομή]] τών διαφόρων ζωικών οργανισμών, επιδιώκοντας να διαπιστώσει τα στοιχεία που ενώνουν ή διαφοροποιούν [[μεταξύ]] τους τα ζωικά είδη και να ανακαλύψει ποια από αυτά τα στοιχεία [[είναι]] θεμελιώδη ή δευτερεύοντα<br />γ) «συγκριτική [[γλωσσολογία]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επανασύνθεση μιας παλαιότερης γλώσσας ή ενός αρχαιότερου σταδίου μιας γλώσσας με [[βάση]] τη [[σύγκριση]] συγγενών λέξεων και εκφράσεων σε διαφορετικές γλώσσες ή σε διαλέκτους που προέρχονται από αυτές<br />δ) «συγκριτικό [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[κλάδος]] της νομικής επιστήμης ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[επισκόπηση]] τών δικαίων που ισχύουν στις διάφορες πολιτείες και [[ιδίως]] την [[εξέταση]] τών παράλληλων θεσμών που υπάρχουν στις διάφορες χώρες<br />ε) «συγκριτική [[λογοτεχνία]]» — [[κλάδος]] της ιστορίας της λογοτεχνίας που μελετά τις σχέσεις [[ανάμεσα]] στις λογοτεχνίες διαφόρων χωρών<br />στ) «συγκριτική [[ψυχολογία]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[τομέας]] της ψυχολογίας που μελετά τις ομοιότητες και διαφορές [[μεταξύ]] τών διαφόρων βιολογικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, σε ότι αφορά τη [[νόηση]] και τη [[συμπεριφορά]]<br />ζ) «[[συγκριτικός]] [[βαθμός]]»<br /><b>γραμμ.</b> ένα από τα παραθετικά του επιθέτου, [[βαθμός]] που δηλώνει τις διαβαθμίσεις τις οποίες [[είναι]] δυνατόν να παρουσιάζει η [[ποσότητα]] ή η [[ποιότητα]] ενός επιθέτου ή επιρρήματος<br />η) «[[θεωρία]] του συγκριτικού πλεονεκτήματος»<br /><b>(οικον.)</b> [[θεωρία]] που ανέπτυξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και σύμφωνα με την οποία [[κάθε]] [[χώρα]] [[πρέπει]] να εξειδικευθεί στην [[παραγωγή]] του αγαθού στο οποίο συγκριτικά με [[άλλη]] πλεονεκτεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώνει, που συνδέει, [[ενωτικός]], [[συνδετικός]]<br /><b>2.</b> [[μετασυγκριτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγκριτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της σύνθεσης<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Συγκριτικά</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεσσαλού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκριτικώς</i> / <i>συγκριτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συγκριτικά</i> Ν<br />με [[σύγκριση]], με [[αντιπαραβολή]] ή σε [[σύγκριση]]. | ||
}} | }} |