συμπεριτυγχάνω: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]].
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
|mltxt=Α [[περιτυγχάνω]]<br />συναντώμαι τυχαία με κάποιον.
}}
}}