συμπονώ: Difference between revisions

39
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}