3,277,121
edits
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[συμπολιτεύω]] Α [[συμπολίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανήκω]] στην [[συμπολίτευση]]<br /><b>2.</b> (για νόμους ή θεσμούς) [[ισχύω]] παράλληλα με άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μέλος]] της ίδιας πολιτείας, [[ανήκω]] στην [[ίδια]] [[πολιτεία]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυθμίζω]] την [[πολιτική]] και την [[τακτική]] μου ανάλογα με κάποιον [[άλλο]] («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέχω]] το ίδιο [[δημόσιο]] [[αξίωμα]] με άλλον<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>oἱ συμπολιτευόμενοι</i><br />οι συμπολίτες<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συμπολιτεύω]]<br />ζω ως [[πολίτης]] της ίδιας πολιτείας [[μαζί]] με άλλους. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[συμπολιτεύω]] Α [[συμπολίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανήκω]] στην [[συμπολίτευση]]<br /><b>2.</b> (για νόμους ή θεσμούς) [[ισχύω]] παράλληλα με άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μέλος]] της ίδιας πολιτείας, [[ανήκω]] στην [[ίδια]] [[πολιτεία]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυθμίζω]] την [[πολιτική]] και την [[τακτική]] μου ανάλογα με κάποιον [[άλλο]] («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέχω]] το ίδιο [[δημόσιο]] [[αξίωμα]] με άλλον<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>oἱ συμπολιτευόμενοι</i><br />οι συμπολίτες<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συμπολιτεύω]]<br />ζω ως [[πολίτης]] της ίδιας πολιτείας [[μαζί]] με άλλους. | |mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[συμπολιτεύω]] Α [[συμπολίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανήκω]] στην [[συμπολίτευση]]<br /><b>2.</b> (για νόμους ή θεσμούς) [[ισχύω]] παράλληλα με άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μέλος]] της ίδιας πολιτείας, [[ανήκω]] στην [[ίδια]] [[πολιτεία]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[στενά]] συνδεδεμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυθμίζω]] την [[πολιτική]] και την [[τακτική]] μου ανάλογα με κάποιον [[άλλο]] («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέχω]] το ίδιο [[δημόσιο]] [[αξίωμα]] με άλλον<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>oἱ συμπολιτευόμενοι</i><br />οι συμπολίτες<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> [[συμπολιτεύω]]<br />ζω ως [[πολίτης]] της ίδιας πολιτείας [[μαζί]] με άλλους. | ||
}} | }} |