σύμφωνος: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σύμφωνον ([[σύν]] and [[φωνή]]), from ([[Homer]] h. Merc. 51; [[Sophocles]]), [[Plato]], [[Aristotle]] [[down]], [[harmonious]], [[accordant]], agreeing; τό σύμφωνον, [[thing]] agreed [[upon]], [[compact]] ([[Epictetus]] diss. 1,19, 27): ἐκ συμφώνου, by [[mutual]] [[consent]], by [[agreement]], Winer s Grammar, 303 (285); Buttmann, § 139,20.)  
|txtha=σύμφωνον ([[σύν]] and [[φωνή]]), from ([[Homer]] h. Merc. 51; [[Sophocles]]), [[Plato]], [[Aristotle]] [[down]], [[harmonious]], [[accordant]], agreeing; τό σύμφωνον, [[thing]] agreed [[upon]], [[compact]] ([[Epictetus]] diss. 1,19, 27): ἐκ συμφώνου, by [[mutual]] [[consent]], by [[agreement]], Winer s Grammar, 303 (285); Buttmann, § 139,20.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφωνος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]], σε [[ακολουθία]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («ὁ [[βίος]] [[σύμφωνος]] τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με κάποιον άλλον, [[ομόφωνος]] («μείναμε σύμφωνοι ως [[προς]] την [[τιμή]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[σύμφωνο]]<br />α) [[συμφωνία]], [[σύμβαση]] («σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῑς πόλεσιν [[ὑπὲρ]] τῆς πανηγύρεως», πάπ.)<br />β) το [[έγγραφο]] της σύμβασης («υπέγραψαν [[σύμφωνο]] συμμαχίας»)<br />γ) <b>γραμμ.</b> καθένα από τις δύο βασικές κατηγορίες φθόγγων-ήχων που έχουν οι ανθρώπινες γλώσσες και οι οποίοι παράγονται, [[αφού]] δημιουργηθεί στη φωνητική δίοδο [[ολικός]] ή [[μερικός]] [[φραγμός]] που παρεμποδίζει την ελεύθερη [[διέλευση]] του εκπνεόμενου αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σύμφωνο]] φως»<br /><b>φυσ.</b> όρος που αναφέρεται σε ορισμένη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα φωτεινά κύματα από τα οποία αποτελείται μια [[δέσμη]] φωτός, [[σχέση]] [[κατά]] την οποία δύο ή περισσότεροι όμιλοι φωτεινών κυμάτων βρίσκονται εν φάσει, [[δηλαδή]] πάλλονται από κοινού<br />β) «παλμικά σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> [[παλμικός]]<br />γ) «οδοντικά σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> [[οδοντικός]]<br />δ) «[[δασέα]] σύμφωνα»<br />(στην αρχ. ελλ.) <b>γλωσσ.</b> τα άηχα [[κλειστά]] σύμφωνα <i>φ</i>, <i>χ</i>, <i>θ</i>, η [[εκφώνηση]] τών οποίων συνοδεύεται από δασύ [[πνεύμα]], [[δηλαδή]] από συνεκβολή ποσότητας αέρα<br />ε) «διαρκή σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> (στη νεοελλ.) οι συμφωνικοί φθόγγοι <i>φ</i>, <i>θ</i>, <i>χ</i>, <i>β</i>, <i>δ</i>, <i>γ</i>, <i>σ</i>, <i>ζ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, <i>λ</i>, <i>ρ</i>, που [[κατά]] την [[παραγωγή]] τους απαιτείται όχι [[τέλειος]] [[φραγμός]] [[αλλά]] στενό και τών οποίων η [[διάρκεια]] εκφώνησης μπορεί να παραταθεί [[ωσότου]] εξαντληθεί ο εκπνεόμενος [[αέρας]]<br />στ) «σύμφωνα αρμονικά διαστήματα»<br /><b>μουσ.</b> τα αρμονικά διαστήματα που ηχούν στο [[αφτί]] με έναν τρόπο ευχάριστο, λόγω του ότι ο οξύτερος [[φθόγγος]] ενός τέτοιου διαστήματος εμπεριέχεται ήδη στους παράγωγους αρμονικούς του χαμηλότερου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που από τη [[φύση]] αρμόζει σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ξύμφωνος γήραϊ αἱμορραγίη», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεκτός]], [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> [[φιλικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[προφορά]] με κάποιον άλλον<br /><b>5.</b> [[είδος]] φαρμάκου για την [[ανακούφιση]] από τον βήχα<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύμφωνος]]<br />[[ποικιλία]] του φυτού [[υοσκύαμος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>μουσ.</b> [[αρμονία]]<br />β) αρμονική [[τάξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφωνον γίγνεταί τισι [[περί]] τινος» — συμφωνούν κάποιοι για [[κάτι]]<br />β) «σύμφωνόν ἐστι τινι [[πρός]] τινα» — συμφωνεί [[κάποιος]] με κάποιον άλλον (<b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμφώνως]] ΝΜΑ, και <i>σύμφωνα</i> Ν<br />σε [[συμφωνία]], σε [[ακολουθία]] με [[κάτι]] (α. «σύμφωνα με τα λεγόμενά του» β. «[[συμφώνως]] τοῑς φαινομένοις», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> με μία [[φωνή]], ομοφώνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφωνος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]], σε [[ακολουθία]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («ὁ [[βίος]] [[σύμφωνος]] τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με κάποιον άλλον, [[ομόφωνος]] («μείναμε σύμφωνοι ως [[προς]] την [[τιμή]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[σύμφωνο]]<br />α) [[συμφωνία]], [[σύμβαση]] («σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῑς πόλεσιν [[ὑπὲρ]] τῆς πανηγύρεως», πάπ.)<br />β) το [[έγγραφο]] της σύμβασης («υπέγραψαν [[σύμφωνο]] συμμαχίας»)<br />γ) <b>γραμμ.</b> καθένα από τις δύο βασικές κατηγορίες φθόγγων-ήχων που έχουν οι ανθρώπινες γλώσσες και οι οποίοι παράγονται, [[αφού]] δημιουργηθεί στη φωνητική δίοδο [[ολικός]] ή [[μερικός]] [[φραγμός]] που παρεμποδίζει την ελεύθερη [[διέλευση]] του εκπνεόμενου αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σύμφωνο]] φως»<br /><b>φυσ.</b> όρος που αναφέρεται σε ορισμένη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα φωτεινά κύματα από τα οποία αποτελείται μια [[δέσμη]] φωτός, [[σχέση]] [[κατά]] την οποία δύο ή περισσότεροι όμιλοι φωτεινών κυμάτων βρίσκονται εν φάσει, [[δηλαδή]] πάλλονται από κοινού<br />β) «παλμικά σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> [[παλμικός]]<br />γ) «οδοντικά σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> [[οδοντικός]]<br />δ) «[[δασέα]] σύμφωνα»<br />(στην αρχ. ελλ.) <b>γλωσσ.</b> τα άηχα [[κλειστά]] σύμφωνα <i>φ</i>, <i>χ</i>, <i>θ</i>, η [[εκφώνηση]] τών οποίων συνοδεύεται από δασύ [[πνεύμα]], [[δηλαδή]] από συνεκβολή ποσότητας αέρα<br />ε) «διαρκή σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> (στη νεοελλ.) οι συμφωνικοί φθόγγοι <i>φ</i>, <i>θ</i>, <i>χ</i>, <i>β</i>, <i>δ</i>, <i>γ</i>, <i>σ</i>, <i>ζ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, <i>λ</i>, <i>ρ</i>, που [[κατά]] την [[παραγωγή]] τους απαιτείται όχι [[τέλειος]] [[φραγμός]] [[αλλά]] στενό και τών οποίων η [[διάρκεια]] εκφώνησης μπορεί να παραταθεί [[ωσότου]] εξαντληθεί ο εκπνεόμενος [[αέρας]]<br />στ) «σύμφωνα αρμονικά διαστήματα»<br /><b>μουσ.</b> τα αρμονικά διαστήματα που ηχούν στο [[αφτί]] με έναν τρόπο ευχάριστο, λόγω του ότι ο οξύτερος [[φθόγγος]] ενός τέτοιου διαστήματος εμπεριέχεται ήδη στους παράγωγους αρμονικούς του χαμηλότερου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που από τη [[φύση]] αρμόζει σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ξύμφωνος γήραϊ αἱμορραγίη», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεκτός]], [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> [[φιλικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[προφορά]] με κάποιον άλλον<br /><b>5.</b> [[είδος]] φαρμάκου για την [[ανακούφιση]] από τον βήχα<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύμφωνος]]<br />[[ποικιλία]] του φυτού [[υοσκύαμος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>μουσ.</b> [[αρμονία]]<br />β) αρμονική [[τάξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφωνον γίγνεταί τισι [[περί]] τινος» — συμφωνούν κάποιοι για [[κάτι]]<br />β) «σύμφωνόν ἐστι τινι [[πρός]] τινα» — συμφωνεί [[κάποιος]] με κάποιον άλλον (<b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμφώνως]] ΝΜΑ, και <i>σύμφωνα</i> Ν<br />σε [[συμφωνία]], σε [[ακολουθία]] με [[κάτι]] (α. «σύμφωνα με τα λεγόμενά του» β. «[[συμφώνως]] τοῑς φαινομένοις», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> με μία [[φωνή]], ομοφώνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφωνος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α<br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> (για [[φωνή]] ή ήχο) [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]], σε [[ακολουθία]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («ὁ [[βίος]] [[σύμφωνος]] τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] με κάποιον άλλον, [[ομόφωνος]] («μείναμε σύμφωνοι ως [[προς]] την [[τιμή]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[σύμφωνο]]<br />α) [[συμφωνία]], [[σύμβαση]] («σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῑς πόλεσιν [[ὑπὲρ]] τῆς πανηγύρεως», πάπ.)<br />β) το [[έγγραφο]] της σύμβασης («υπέγραψαν [[σύμφωνο]] συμμαχίας»)<br />γ) <b>γραμμ.</b> καθένα από τις δύο βασικές κατηγορίες φθόγγων-ήχων που έχουν οι ανθρώπινες γλώσσες και οι οποίοι παράγονται, [[αφού]] δημιουργηθεί στη φωνητική δίοδο [[ολικός]] ή [[μερικός]] [[φραγμός]] που παρεμποδίζει την ελεύθερη [[διέλευση]] του εκπνεόμενου αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σύμφωνο]] φως»<br /><b>φυσ.</b> όρος που αναφέρεται σε ορισμένη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα φωτεινά κύματα από τα οποία αποτελείται μια [[δέσμη]] φωτός, [[σχέση]] [[κατά]] την οποία δύο ή περισσότεροι όμιλοι φωτεινών κυμάτων βρίσκονται εν φάσει, [[δηλαδή]] πάλλονται από κοινού<br />β) «παλμικά σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> [[παλμικός]]<br />γ) «οδοντικά σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> <b>βλ.</b> [[οδοντικός]]<br />δ) «[[δασέα]] σύμφωνα»<br />(στην αρχ. ελλ.) <b>γλωσσ.</b> τα άηχα [[κλειστά]] σύμφωνα <i>φ</i>, <i>χ</i>, <i>θ</i>, η [[εκφώνηση]] τών οποίων συνοδεύεται από δασύ [[πνεύμα]], [[δηλαδή]] από συνεκβολή ποσότητας αέρα<br />ε) «διαρκή σύμφωνα»<br /><b>γλωσσ.</b> (στη νεοελλ.) οι συμφωνικοί φθόγγοι <i>φ</i>, <i>θ</i>, <i>χ</i>, <i>β</i>, <i>δ</i>, <i>γ</i>, <i>σ</i>, <i>ζ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, <i>λ</i>, <i>ρ</i>, που [[κατά]] την [[παραγωγή]] τους απαιτείται όχι [[τέλειος]] [[φραγμός]] [[αλλά]] στενό και τών οποίων η [[διάρκεια]] εκφώνησης μπορεί να παραταθεί [[ωσότου]] εξαντληθεί ο εκπνεόμενος [[αέρας]]<br />στ) «σύμφωνα αρμονικά διαστήματα»<br /><b>μουσ.</b> τα αρμονικά διαστήματα που ηχούν στο [[αφτί]] με έναν τρόπο ευχάριστο, λόγω του ότι ο οξύτερος [[φθόγγος]] ενός τέτοιου διαστήματος εμπεριέχεται ήδη στους παράγωγους αρμονικούς του χαμηλότερου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που από τη [[φύση]] αρμόζει σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ξύμφωνος γήραϊ αἱμορραγίη», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεκτός]], [[παραδεκτός]]<br /><b>3.</b> [[φιλικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[προφορά]] με κάποιον άλλον<br /><b>5.</b> [[είδος]] φαρμάκου για την [[ανακούφιση]] από τον βήχα<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύμφωνος]]<br />[[ποικιλία]] του φυτού [[υοσκύαμος]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>μουσ.</b> [[αρμονία]]<br />β) αρμονική [[τάξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμφωνον γίγνεταί τισι [[περί]] τινος» — συμφωνούν κάποιοι για [[κάτι]]<br />β) «σύμφωνόν ἐστι τινι [[πρός]] τινα» — συμφωνεί [[κάποιος]] με κάποιον άλλον (<b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμφώνως]] ΝΜΑ, και <i>σύμφωνα</i> Ν<br />σε [[συμφωνία]], σε [[ακολουθία]] με [[κάτι]] (α. «σύμφωνα με τα λεγόμενά του» β. «[[συμφώνως]] τοῑς φαινομένοις», Επίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> με μία [[φωνή]], ομοφώνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}