συνάφεια: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />union, réunion, concours.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />union, réunion, concours.<br />'''Étymologie:''' [[συνάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ξυναφίη και αττ. τ. ξυνάφεια Α [[συναφής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συναφές με [[άλλο]], άμεση [[επαφή]]<br /><b>2.</b> στενή φιλική ή [[άλλη]] [[σχέση]] (α. «δεν έχω [[καμιά]] [[συνάφεια]] [[μαζί]] του» β. «ἡ [[συνάφεια]] τοῡ πρὸς ἡμᾱς γένους», Φάλ.)<br /><b>3.</b> [[αλληλεξάρτηση]] («δεν υπάρχει [[καμιά]] [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] τών γεγονότων αυτών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συνεννόηση]] («βρίσκομαι σε [[συνάφεια]] [[μαζί]] του εδώ και μία [[βδομάδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η μη ύπαρξη αντίφασης σε ένα [[άτομο]] [[μεταξύ]] τών στάσεων και τών τρόπων συμπεριφοράς του ή σε ένα [[σύστημα]] [[μεταξύ]] τών διαφόρων στοιχείων του<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[δύναμη]] που αντιτίθεται [[κατά]] τον διαχωρισμό δύο σωμάτων τα οποία βρίσκονται σε [[επαφή]]<br /><b>4.</b> (ποιν. δίκ.) [[σχέση]] [[μεταξύ]] συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων η [[διαπίστωση]] της οποίας εκ μέρους του δικαστηρίου οδηγεί στην συνεκδίκασή τους, [[κατά]] [[παρέκκλιση]] από τη γενική καθ' ύλην και [[κατά]] τόπον [[αρμοδιότητα]] του δικαστηρίου<br /><b>5.</b> (αστ. δίκ.) [[ένωση]] κινητών πραγμάτων παραγωγική νέου πράγματος, του οποίου τα ενωθέντα, αρχικώς, πράγματα καθίστανται συστατικά<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεωρία]] συνάφειας»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[θεωρία]] της μάθησης η οποία υποστηρίζει ότι η μόνη αναγκαία [[συνθήκη]] για τη συνδετική [[σχέση]] ή τον συνειρμό [[μεταξύ]] ερεθισμάτων και αντιδράσεων [[είναι]] η ύπαρξη μιας στενής [[χρονικής]] σχέσης [[μεταξύ]] τους<br />β) «[[νόμος]] συνάφειας» ή, [[απλώς]], «[[συνάφεια]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[βασικός]] [[νόμος]] της συνειρμικής μάθησης, σύμφωνα με τον οποίο, όταν δύο ερεθίσματα ή γεγονότα παρουσιάζονται [[μαζί]] στον χώρο ή στον χρόνο, [[τότε]] συνδέονται συνειρμικά [[κατά]] τρόπο ώστε η [[επανεμφάνιση]] του ενός να ανακαλεί το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ταυτότητα]] θρησκευτικών πεποιθήσεων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αρμονική [[συνεργασία]], [[σύμπνοια]] του σώματος της Εκκλησίας στο σύνολό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> [[ένωση]] δύο ανθρώπων με τα [[δεσμά]] του γάμου<br /><b>3.</b> [[συμβολή]] ποταμών στα στόμιά τους<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για αστέρες) [[σύζευξη]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> επικίνδυνη [[κατάσταση]], [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> α) ο [[σύνδεσμος]]<br />β) το πολυσύνδετο [[σχήμα]] λόγου<br /><b>7.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[συνεχής]] [[επανάληψη]] του ίδιου ρυθμού στο αναπαιστικό ή ιωνικό [[σύστημα]]<br /><b>8.</b> (για μέταλλα) [[χώνευση]]<br /><b>9.</b> <b>εκκλ.</b> η πνευματική [[ένωση]] που πραγματοποιείται τόσο [[μεταξύ]] τών πιστών όσο και [[ανάμεσα]] στον θεό και τους πιστούς και η οποία εξασφαλίζεται [[χάρη]] στην [[τέλεση]] τών μυστηρίων και, [[κυρίως]], του βαπτίσματος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀρίθμησις]] κατὰ συνάφειαν» — [[απαρίθμηση]] που γίνεται με [[σύζευξη]] [[έτσι]] ώστε η τελευταία [[σειρά]] να [[είναι]] η πρώτη της επομένης (<b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ξυναφίη και αττ. τ. ξυνάφεια Α [[συναφής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συναφές με [[άλλο]], άμεση [[επαφή]]<br /><b>2.</b> στενή φιλική ή [[άλλη]] [[σχέση]] (α. «δεν έχω [[καμιά]] [[συνάφεια]] [[μαζί]] του» β. «ἡ [[συνάφεια]] τοῡ πρὸς ἡμᾱς γένους», Φάλ.)<br /><b>3.</b> [[αλληλεξάρτηση]] («δεν υπάρχει [[καμιά]] [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] τών γεγονότων αυτών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συνεννόηση]] («βρίσκομαι σε [[συνάφεια]] [[μαζί]] του εδώ και μία [[βδομάδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η μη ύπαρξη αντίφασης σε ένα [[άτομο]] [[μεταξύ]] τών στάσεων και τών τρόπων συμπεριφοράς του ή σε ένα [[σύστημα]] [[μεταξύ]] τών διαφόρων στοιχείων του<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[δύναμη]] που αντιτίθεται [[κατά]] τον διαχωρισμό δύο σωμάτων τα οποία βρίσκονται σε [[επαφή]]<br /><b>4.</b> (ποιν. δίκ.) [[σχέση]] [[μεταξύ]] συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων η [[διαπίστωση]] της οποίας εκ μέρους του δικαστηρίου οδηγεί στην συνεκδίκασή τους, [[κατά]] [[παρέκκλιση]] από τη γενική καθ' ύλην και [[κατά]] τόπον [[αρμοδιότητα]] του δικαστηρίου<br /><b>5.</b> (αστ. δίκ.) [[ένωση]] κινητών πραγμάτων παραγωγική νέου πράγματος, του οποίου τα ενωθέντα, αρχικώς, πράγματα καθίστανται συστατικά<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεωρία]] συνάφειας»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[θεωρία]] της μάθησης η οποία υποστηρίζει ότι η μόνη αναγκαία [[συνθήκη]] για τη συνδετική [[σχέση]] ή τον συνειρμό [[μεταξύ]] ερεθισμάτων και αντιδράσεων [[είναι]] η ύπαρξη μιας στενής [[χρονικής]] σχέσης [[μεταξύ]] τους<br />β) «[[νόμος]] συνάφειας» ή, [[απλώς]], «[[συνάφεια]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[βασικός]] [[νόμος]] της συνειρμικής μάθησης, σύμφωνα με τον οποίο, όταν δύο ερεθίσματα ή γεγονότα παρουσιάζονται [[μαζί]] στον χώρο ή στον χρόνο, [[τότε]] συνδέονται συνειρμικά [[κατά]] τρόπο ώστε η [[επανεμφάνιση]] του ενός να ανακαλεί το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ταυτότητα]] θρησκευτικών πεποιθήσεων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αρμονική [[συνεργασία]], [[σύμπνοια]] του σώματος της Εκκλησίας στο σύνολό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> [[ένωση]] δύο ανθρώπων με τα [[δεσμά]] του γάμου<br /><b>3.</b> [[συμβολή]] ποταμών στα στόμιά τους<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για αστέρες) [[σύζευξη]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> επικίνδυνη [[κατάσταση]], [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> α) ο [[σύνδεσμος]]<br />β) το πολυσύνδετο [[σχήμα]] λόγου<br /><b>7.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[συνεχής]] [[επανάληψη]] του ίδιου ρυθμού στο αναπαιστικό ή ιωνικό [[σύστημα]]<br /><b>8.</b> (για μέταλλα) [[χώνευση]]<br /><b>9.</b> <b>εκκλ.</b> η πνευματική [[ένωση]] που πραγματοποιείται τόσο [[μεταξύ]] τών πιστών όσο και [[ανάμεσα]] στον θεό και τους πιστούς και η οποία εξασφαλίζεται [[χάρη]] στην [[τέλεση]] τών μυστηρίων και, [[κυρίως]], του βαπτίσματος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀρίθμησις]] κατὰ συνάφειαν» — [[απαρίθμηση]] που γίνεται με [[σύζευξη]] [[έτσι]] ώστε η τελευταία [[σειρά]] να [[είναι]] η πρώτη της επομένης (<b>Γαλ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ξυναφίη και αττ. τ. ξυνάφεια Α [[συναφής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συναφές με [[άλλο]], άμεση [[επαφή]]<br /><b>2.</b> στενή φιλική ή [[άλλη]] [[σχέση]] (α. «δεν έχω [[καμιά]] [[συνάφεια]] [[μαζί]] του» β. «ἡ [[συνάφεια]] τοῡ πρὸς ἡμᾱς γένους», Φάλ.)<br /><b>3.</b> [[αλληλεξάρτηση]] («δεν υπάρχει [[καμιά]] [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] τών γεγονότων αυτών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συνεννόηση]] («βρίσκομαι σε [[συνάφεια]] [[μαζί]] του εδώ και μία [[βδομάδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η μη ύπαρξη αντίφασης σε ένα [[άτομο]] [[μεταξύ]] τών στάσεων και τών τρόπων συμπεριφοράς του ή σε ένα [[σύστημα]] [[μεταξύ]] τών διαφόρων στοιχείων του<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> [[δύναμη]] που αντιτίθεται [[κατά]] τον διαχωρισμό δύο σωμάτων τα οποία βρίσκονται σε [[επαφή]]<br /><b>4.</b> (ποιν. δίκ.) [[σχέση]] [[μεταξύ]] συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων η [[διαπίστωση]] της οποίας εκ μέρους του δικαστηρίου οδηγεί στην συνεκδίκασή τους, [[κατά]] [[παρέκκλιση]] από τη γενική καθ' ύλην και [[κατά]] τόπον [[αρμοδιότητα]] του δικαστηρίου<br /><b>5.</b> (αστ. δίκ.) [[ένωση]] κινητών πραγμάτων παραγωγική νέου πράγματος, του οποίου τα ενωθέντα, αρχικώς, πράγματα καθίστανται συστατικά<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεωρία]] συνάφειας»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[θεωρία]] της μάθησης η οποία υποστηρίζει ότι η μόνη αναγκαία [[συνθήκη]] για τη συνδετική [[σχέση]] ή τον συνειρμό [[μεταξύ]] ερεθισμάτων και αντιδράσεων [[είναι]] η ύπαρξη μιας στενής [[χρονικής]] σχέσης [[μεταξύ]] τους<br />β) «[[νόμος]] συνάφειας» ή, [[απλώς]], «[[συνάφεια]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[βασικός]] [[νόμος]] της συνειρμικής μάθησης, σύμφωνα με τον οποίο, όταν δύο ερεθίσματα ή γεγονότα παρουσιάζονται [[μαζί]] στον χώρο ή στον χρόνο, [[τότε]] συνδέονται συνειρμικά [[κατά]] τρόπο ώστε η [[επανεμφάνιση]] του ενός να ανακαλεί το [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ταυτότητα]] θρησκευτικών πεποιθήσεων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αρμονική [[συνεργασία]], [[σύμπνοια]] του σώματος της Εκκλησίας στο σύνολό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> [[ένωση]] δύο ανθρώπων με τα [[δεσμά]] του γάμου<br /><b>3.</b> [[συμβολή]] ποταμών στα στόμιά τους<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για αστέρες) [[σύζευξη]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> επικίνδυνη [[κατάσταση]], [[κρίση]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> α) ο [[σύνδεσμος]]<br />β) το πολυσύνδετο [[σχήμα]] λόγου<br /><b>7.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[συνεχής]] [[επανάληψη]] του ίδιου ρυθμού στο αναπαιστικό ή ιωνικό [[σύστημα]]<br /><b>8.</b> (για μέταλλα) [[χώνευση]]<br /><b>9.</b> <b>εκκλ.</b> η πνευματική [[ένωση]] που πραγματοποιείται τόσο [[μεταξύ]] τών πιστών όσο και [[ανάμεσα]] στον θεό και τους πιστούς και η οποία εξασφαλίζεται [[χάρη]] στην [[τέλεση]] τών μυστηρίων και, [[κυρίως]], του βαπτίσματος<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀρίθμησις]] κατὰ συνάφειαν» — [[απαρίθμηση]] που γίνεται με [[σύζευξη]] [[έτσι]] ώστε η τελευταία [[σειρά]] να [[είναι]] η πρώτη της επομένης (<b>Γαλ.</b>).
}}
}}