σύνδικος: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σύνδῐκος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[bearing]] [[witness]] [[for]] c. dat. [[σύνδικος]] δ' [[αὐτῷ]] Ἰολάου [[τύμβος]] ἐνναλίᾳ τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν pr. (O. 9.98) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[rightful]] cf. [[ἔνδικος]], Fränkel, D &amp; P, 521&#774;{26}. χρυσέα [[φόρμιγξ]], Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν [[κτέανον]] (P. 1.2)
|sltr=<b>σύνδῐκος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[bearing]] [[witness]] [[for]] c. dat. [[σύνδικος]] δ' [[αὐτῷ]] Ἰολάου [[τύμβος]] ἐνναλίᾳ τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν pr. (O. 9.98) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[rightful]] cf. [[ἔνδικος]], Fränkel, D &amp; P, 521&#774;{26}. χρυσέα [[φόρμιγξ]], Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν [[κτέανον]] (P. 1.2)
}}
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. [[σούνδικος]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ σύνδικοι</i><br />α) (στην Αθήνα [[μετά]] την [[κατάλυση]] της αρχής τών [[τριάκοντα]] τυράννων) [[αξίωμα]] του οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά [[προς]] τους [[τριάκοντα]] τυράννους<br />β) ([[ιδίως]] στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την [[πολιτεία]] [[αλλά]] και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της<br />γ) (στη [[Σπάρτη]] και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την [[εφαρμογή]] τών νόμων, τών ηθών [[αλλά]] και τη [[διοίκηση]] γενικότερα<br />δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την [[υπεράσπιση]] τών συμφερόντων τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίτροπος]] τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύνδικος]] πτωχεύσεως»<br />(εμπορ. δίκ.) [[πρόσωπο]] διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την [[ομάδα]] τών πιστωτών [[κατά]] την πτωχευτική [[διαδικασία]] έχοντας τη [[διαχείριση]] της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη [[ικανοποίηση]] τών πιστωτών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ σύνδικοι</i><br />δημόσιοι συνήγοροι [[κατά]] την [[εποχή]] του Βαλεντινιανού και [[μετέπειτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το [[δίκαιο]] ενός διαδίκου ή τη [[διατήρηση]] ενός νόμου, [[συνήγορος]]<br /><b>2.</b> [[συνεργός]], [[συμμέτοχος]]<br /><b>3.</b> αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]], [[αρμονικός]] με κάποιον ή [[κάτι]], [[συνῳδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δικος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. [[σούνδικος]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ σύνδικοι</i><br />α) (στην Αθήνα [[μετά]] την [[κατάλυση]] της αρχής τών [[τριάκοντα]] τυράννων) [[αξίωμα]] του οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά [[προς]] τους [[τριάκοντα]] τυράννους<br />β) ([[ιδίως]] στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την [[πολιτεία]] [[αλλά]] και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της<br />γ) (στη [[Σπάρτη]] και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την [[εφαρμογή]] τών νόμων, τών ηθών [[αλλά]] και τη [[διοίκηση]] γενικότερα<br />δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την [[υπεράσπιση]] τών συμφερόντων τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίτροπος]] τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύνδικος]] πτωχεύσεως»<br />(εμπορ. δίκ.) [[πρόσωπο]] διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την [[ομάδα]] τών πιστωτών [[κατά]] την πτωχευτική [[διαδικασία]] έχοντας τη [[διαχείριση]] της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη [[ικανοποίηση]] τών πιστωτών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ σύνδικοι</i><br />δημόσιοι συνήγοροι [[κατά]] την [[εποχή]] του Βαλεντινιανού και [[μετέπειτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το [[δίκαιο]] ενός διαδίκου ή τη [[διατήρηση]] ενός νόμου, [[συνήγορος]]<br /><b>2.</b> [[συνεργός]], [[συμμέτοχος]]<br /><b>3.</b> αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]], [[αρμονικός]] με κάποιον ή [[κάτι]], [[συνῳδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δικος</i>].
|mltxt=ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. [[σούνδικος]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ σύνδικοι</i><br />α) (στην Αθήνα [[μετά]] την [[κατάλυση]] της αρχής τών [[τριάκοντα]] τυράννων) [[αξίωμα]] του οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά [[προς]] τους [[τριάκοντα]] τυράννους<br />β) ([[ιδίως]] στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την [[πολιτεία]] [[αλλά]] και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της<br />γ) (στη [[Σπάρτη]] και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την [[εφαρμογή]] τών νόμων, τών ηθών [[αλλά]] και τη [[διοίκηση]] γενικότερα<br />δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την [[υπεράσπιση]] τών συμφερόντων τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίτροπος]] τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύνδικος]] πτωχεύσεως»<br />(εμπορ. δίκ.) [[πρόσωπο]] διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την [[ομάδα]] τών πιστωτών [[κατά]] την πτωχευτική [[διαδικασία]] έχοντας τη [[διαχείριση]] της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη [[ικανοποίηση]] τών πιστωτών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ σύνδικοι</i><br />δημόσιοι συνήγοροι [[κατά]] την [[εποχή]] του Βαλεντινιανού και [[μετέπειτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το [[δίκαιο]] ενός διαδίκου ή τη [[διατήρηση]] ενός νόμου, [[συνήγορος]]<br /><b>2.</b> [[συνεργός]], [[συμμέτοχος]]<br /><b>3.</b> αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]], [[αρμονικός]] με κάποιον ή [[κάτι]], [[συνῳδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δικος</i>].
}}
}}