τονικός: Difference between revisions

2,598 bytes added ,  29 September 2017
41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τονικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ ἐκτείνῃ τι, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 14. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς τόνου συνιστάμενος, τὸ τονικόν, ἀντίθετον τῷ [[ἡμιτόνιον]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 51. 3) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόνους, ὁ περὶ τόνων, Γραμμ.· - Ἰω. ὁ Ἀλεξανδρεὺς κατέλιπεν ἡμῖν πραγματείαν ἐπιγραφομένην τονικὰ παραγγέλματα.
|lstext='''τονικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ ἐκτείνῃ τι, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 14. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς τόνου συνιστάμενος, τὸ τονικόν, ἀντίθετον τῷ [[ἡμιτόνιον]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 51. 3) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόνους, ὁ περὶ τόνων, Γραμμ.· - Ἰω. ὁ Ἀλεξανδρεὺς κατέλιπεν ἡμῖν πραγματείαν ἐπιγραφομένην τονικὰ παραγγέλματα.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τόνος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τονωτικός]] («τονικά φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τονική</i><br /><b>μουσ.</b> ο [[βασικός]] [[φθόγγος]] από τον οποίο αρχίζει η [[σειρά]] τών [[οκτώ]] φθόγγων της μουσικής κλίμακας<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τονικός]]<br /><b>βιολ.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]] ή [[φαινόμενο]] του οποίου η [[δραστηριότητα]] [[είναι]] [[συνεχής]] ή διατηρείται σε όλη τη [[διάρκεια]] της διέγερσης που δέχεται<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τονικό [[σύστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[τονικότητα]]<br />β) «τονική [[μουσική]]» — [[μουσική]] που βασίζεται στην [[τονικότητα]]<br />γ) «[[τονικός]] [[τονισμός]]» — <b>βλ.</b> [[τονισμός]]<br />δ) «τονικά [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] του τονισμού, οι τόνοι<br />ε) «τονικό ύψος» — η [[συχνότητα]] στην οποία βρίσκεται [[ένας]] [[ηχητικός]] [[τόνος]]<br />στ) «[[τονικός]] [[σπασμός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σπασμός]] [[κατά]] τον οποίο οι μύες, [[ιδίως]] τών μελών, βρίσκονται σε [[κατάσταση]] συνεχούς σύσπασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να τείνει, να τεντώσει [[κάτι]] («ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Στωικούς) αυτός που προκύπτει από τον τόνο<br /><b>3.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να συστέλλει, [[συσταλτικός]] («τονικὴ [[ἐνέργεια]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τονικόν</i><br />(ενν. [[χρῶμα]]) μία από τις [[τρεις]] μορφές της χρωματικής κλίμακας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τονικῶς</i> Α<br />με [[συστολή]].
}}
}}