τέλομαι: Difference between revisions

1,767 bytes added ,  29 September 2017
41
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(41)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=te/lomai
|Beta Code=te/lomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἔσομαι]], <span class="title">SIG</span>527.46 (Drerus, iii B.C.); <b class="b3">τέλεται</b>, = [[ἔσται]], <span class="title">GDI</span>5040.67 (Hierapytna): also 3sg. τένται <span class="title">Abh.Berl.Akad.</span>1925 (5).21, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.158, 164 (all Cyrene): cf. [[συντέλομαι]]. (Dor. form of <b class="b3">πέλομαι</b>.)</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἔσομαι]], <span class="title">SIG</span>527.46 (Drerus, iii B.C.); <b class="b3">τέλεται</b>, = [[ἔσται]], <span class="title">GDI</span>5040.67 (Hierapytna): also 3sg. τένται <span class="title">Abh.Berl.Akad.</span>1925 (5).21, <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.158, 164 (all Cyrene): cf. [[συντέλομαι]]. (Dor. form of <b class="b3">πέλομαι</b>.)</span>
}}
{{grml
|mltxt=και [[κυπριακός]] τ. γ' εν. [[τένται]] Α<br />(ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα [[είμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως [[μέλλοντας]] του [[εἰμί]] στην κρητική διάλεκτο (<b>πρβλ.</b> [[εἶμι]], [[νέομαι]] «θα επανέλθω»). Ο τ. [[τέλομαι]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], περιφέρομαι» και [[είναι]] [[ταυτόσημος]] με τον ομηρικό ενεστ. [[πέλομαι]] (που εμφανίζει αρκτικό χειλικό <i>π</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου <i>τ</i>-, [[κατά]] τα ισχύοντα στην αιολ. διάλεκτο). Στην κυπριακή, [[ωστόσο]], διάλεκτο μαρτυρείται τ. γ' ενικού προσώπου [[τένται]], [[αθέματος]] τ. ο [[οποίος]] έχει προέλθει φωνητικά από αμάρτυρο <i>τέλται</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τέλεται</i>, πιθ. [[κατά]] το γ' ενικό <i>ἔσται</i>-, του μέλλ. <i>ἔσομαι</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. έχει προέλθει από [[συγκοπή]]. Για την [[εξέλιξη]] της σημ. του ρ. αναφορικά [[προς]] τη σημ. της ρίζας <b>πρβλ.</b> και [[πέλομαι]] «[[γυρίζω]] περιφέρομαι» [[αλλά]] και «[[υπάρχω]], [[είμαι]], [[γίνομαι]]»].
}}
}}