τριπτός: Difference between revisions

42
(SL_2)
(42)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τριπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[well]] [[trodden]] Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.
|sltr=[[τριπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[well]] [[trodden]] Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ο / [[τριπτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τριφτός]] Ν<br />αυτός που τρίβεται, που μπορεί [[κανείς]] να τον τρίψει, ή που σχηματίστηκε με [[τριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τριπτή</i><br />[[είδος]] ψωμιού από κρίθινο [[αλεύρι]].
}}
}}