3,277,121
edits
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> soupçon;<br /><b>2</b> crainte.<br />'''Étymologie:''' [[ὕποπτος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> soupçon;<br /><b>2</b> crainte.<br />'''Étymologie:''' [[ὕποπτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑποψία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και [[ὑφοψία]], Α [[ὕποπτος]]<br />το να υποπτεύεται [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]], [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[υπόνοια]], [[δυσπιστία]], [[αμφιβολία]] (α. «έχω υποψίες ότι δεν [[είναι]] αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας [[μεστός]]», Λυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζηλότυπη επικριτική [[επαγρύπνηση]] («τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φόβος]], [[ανησυχία]], [[αγωνία]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] το φοβερό («ἡδὺς ὁ [[βίος]], τὸ ζῆν γλυκύ, τὸ θανεῑν [[ὑποψία]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποψίαν [[λαμβάνω]] [[κατά]] [ή [[ὑπέρ]]] τινος» και «δι' ὑποψίας ἔχω τινά» — [[υποψιάζομαι]] κάποιον<br />β) «[[ὑποψία]] γίγνεται [ή εισέρχεται] τινι» — γεννιέται [[υποψία]] [[εναντίον]] κάποιου<br />γ) «εἰς ὑποψίαν καθίστημί τινα» — [[φέρνω]] κάποιον σε [[υπόνοια]] (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «ἡ πρώτη [[ὑποψία]]»<br /><b>αστρον.</b> η πρώτη [[φορά]] που ο [[παρατηρητής]] έχει την [[εντύπωση]] ότι είδε την [[αναλαμπή]] ενός αστέρα που ανατέλλει <b>(Πτολ.)</b>. | |||
}} | }} |