φυκιώδης: Difference between revisions

45
(6_7)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡκιώδης''': -ες, κεκαλυμμένος φυκίοις, λίθοι Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 420.
|lstext='''φῡκιώδης''': -ες, κεκαλυμμένος φυκίοις, λίθοι Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 420.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φυκίον]] / <i>φύκιον</i>]<br />καλυμμένος με [[φύκη]], [[φυκιόεις]].
}}
}}