ταώς: Difference between revisions

2,091 bytes added ,  29 September 2017
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ώ (ὁ) :<br />paon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ταών]].
|btext=ώ (ὁ) :<br />paon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ταών]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[ταώς]], και αττ. τ. [[ταώς]], και [[ταών]], Α<br />[[γένος]] ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό [[πτέρωμα]], κν. [[σήμερα]] [[παγώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Ταώς</i><br />[[αστερισμός]] του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ [[κοντά]] στον νότιο [[ουράνιο]] [[πόλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] είδους ψαριών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το [[πουλί]] [[ταώς]] «[[παγώνι]]» εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο [[δάνειο]], εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i>. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. [[ταώς]] όσο και το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>v</i><i>ō</i> εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά <i>τ</i>- και <i>p</i>- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η [[άποψη]] αυτή, [[πάντως]], δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. <i>toghai</i> της γλώσσας [[Τάμιλ]]. Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα [[είδος]] ψαριού, το οποίο, λόγω της [[ποικιλίας]] τών χρωμάτων του, θυμίζει το [[παγώνι]]].
}}
}}