χειμέριος: Difference between revisions

46
(SL_2)
(46)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χειμέρῐος</b> (-ιος, -ιον; -ία, -ίᾳ; -ιον acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[stormy]], [[wintry]] ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ (O. 6.100) [[μετὰ]] χειμέριον ὄμβρον (P. 5.10) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (P. 5.121) [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] (P. 6.10) [[νῦν]] δ' αὖ [[μετὰ]] χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> of [[winter]] [[εἴ ποτε]] χειμέριον [[πῦρ]] ἐξίκηται λοίσθιον (sc. [[δρῦς]]) (P. 4.266)
|sltr=<b>χειμέρῐος</b> (-ιος, -ιον; -ία, -ίᾳ; -ιον acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[stormy]], [[wintry]] ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ (O. 6.100) [[μετὰ]] χειμέριον ὄμβρον (P. 5.10) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (P. 5.121) [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]] (P. 6.10) [[νῦν]] δ' αὖ [[μετὰ]] χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> of [[winter]] [[εἴ ποτε]] χειμέριον [[πῦρ]] ἐξίκηται λοίσθιον (sc. [[δρῦς]]) (P. 4.266)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[χειμέριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[χειμέριος]] Α<br />ο [[χειμερινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χειμέρια [[νάρκη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατάσταση]] μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα [[τουλάχιστον]] [[είδος]] πτηνών<br />β) «τεχνητή χειμέρια [[νάρκη]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χειμερίαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο εξαιρετικά [[βασανιστικός]] ή ο πολύ [[καταθλιπτικός]] («ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]] («χειμερίου θαλάττης», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή [[κακοκαιρία]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[ψυχρός]], [[κρύος]]<br />β) αυτός που υφίσταται την [[επίδραση]] δυσμενών καιρικών συνθηκών («ἀκτὰ [[χειμερία]] [[κυματοπλήξ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χειμέρια</i><br />[[βαρυχειμωνιά]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>χειμέρια</i><br />με σφοδρό τρόπο («χειμέρια βροντᾷ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἦρ χειμέριον» — ψυχρή [[άνοιξη]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «ἐν χειμερίοις» — σε ψυχρούς τόπους (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειμερίως</i> Α<br />με [[σφοδρότητα]], με [[ορμητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειμώνας]]].
}}
}}