φιλόκαλος: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les belles choses, la parure, l’élégance ; τὸ φιλόκαλον l’amour des belles choses;<br /><b>2</b> qui aime la vertu, l’honnêteté, la noblesse des sentiments;<br /><i>Cp.</i> φιλοκαλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καλός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les belles choses, la parure, l’élégance ; τὸ φιλόκαλον l’amour des belles choses;<br /><b>2</b> qui aime la vertu, l’honnêteté, la noblesse des sentiments;<br /><i>Cp.</i> φιλοκαλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καλός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόκαλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά το [[ωραίο]], που έχει [[φιλοκαλία]], [[καλαίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει ο [[στολισμός]], ο [[καλλωπισμός]] («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιζητεί [[διάκριση]], τιμές<br /><b>3.</b> αυτός που εκτελεί αριθμητικές πράξεις, λογαριασμούς<br /><b>4.</b> ο [[φιλομαθής]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκαλον</i><br />η [[φιλοκαλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοκάλως]] ΝΜΑ, και <i>φιλόκαλα</i> Ν<br />με [[φιλοκαλία]], [[καλαισθησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καλός]].
}}
}}