φιδίτης: Difference between revisions

1,264 bytes added ,  29 September 2017
45
(12)
 
(45)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=fidi/ths
|Beta Code=fidi/ths
|Definition=[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">member of a</b> <b class="b3">φιδίτιον</b>, <span class="bibl">Sphaer.Stoic.1.142</span>, <span class="bibl">Ath.4.140e</span> (<b class="b3">φειδ-</b> codd.Ath. in both places).</span>
|Definition=[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">member of a</b> <b class="b3">φιδίτιον</b>, <span class="bibl">Sphaer.Stoic.1.142</span>, <span class="bibl">Ath.4.140e</span> (<b class="b3">φειδ-</b> codd.Ath. in both places).</span>
}}
{{grml
|mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>θιασ</i>-[[ίτης]]), σχηματισμένος από ένα θ. <i>φ</i>(<i>ε</i>)<i>ιδ</i>-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «[[μέρος]], [[μερίδιο]]» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>id</i>- «[[χωρίζω]], [[διανέμω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φείδομαι]]), αν όχι για την [[ίδια]] την λ. [[φειδώ]]. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την [[μερίδα]] που του αναλογεί». Η [[άποψη]] ότι ο τ. προήλθε από την λ. [[φιλία]] με [[εναλλαγή]] <i>λ</i>/<i>δ</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[φιλίτια]]) δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}