σφενδονητικός: Difference between revisions

40
(6_11)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφενδονητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, [[εὐστοχία]] Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.
|lstext='''σφενδονητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, [[εὐστοχία]] Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σφενδονήτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφενδονητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του χειρισμού της σφενδόνης.
}}
}}