τραγόκτονος: Difference between revisions

41
(6_17)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγόκτονος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) [[αἷμα]] Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.
|lstext='''τρᾰγόκτονος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) [[αἷμα]] Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον [[αἷμα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>].
}}
}}