τόρευσις: Difference between revisions

41
(6_9)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόρευσις''': ἡ, = [[τορεία]], Γλωσσ.
|lstext='''τόρευσις''': ἡ, = [[τορεία]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[τορευω]]<br />η [[τορεία]].
}}
}}