σχιζόπους: Difference between revisions

40
(6_20)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχιζόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν διακεχωρισμένους, ἀντίθετον τῷ [[στεγανόπους]] (ὁ ἔχων αὐτοὺς ἡνωμένους διὰ μεμβράνης), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 10. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20 ― σχιζοποδία, ἡ, ἡ [[φύσις]] τοῦ σχιζόποδος, [[αὐτόθι]] 1. 3, 18, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.
|lstext='''σχιζόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν διακεχωρισμένους, ἀντίθετον τῷ [[στεγανόπους]] (ὁ ἔχων αὐτοὺς ἡνωμένους διὰ μεμβράνης), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 10. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20 ― σχιζοποδία, ἡ, ἡ [[φύσις]] τοῦ σχιζόποδος, [[αὐτόθι]] 1. 3, 18, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />(για ζώα) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του χωρισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]»].
}}
}}