τικτικός: Difference between revisions

41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τικτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. [[φάρμακον]], «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον [[φάρμακον]]» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «[[ἐπίτεξ]], [[ἐπίφορος]] καὶ [[ἐπίτοκος]] ἢ τικτικὸς» [[Πολυδ]]. Β΄, 7.
|lstext='''τικτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. [[φάρμακον]], «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον [[φάρμακον]]» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «[[ἐπίτεξ]], [[ἐπίφορος]] καὶ [[ἐπίτοκος]] ἢ τικτικὸς» [[Πολυδ]]. Β΄, 7.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τεκτικός]], -ή, -όν, Α [[τίκτω]] / [[τέκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή [[είναι]] [[χρήσιμος]] και [[κατάλληλος]] για τον τοκετό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τικτικόν</i><br />(ενν. [[φάρμακον]]) φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] που χορηγείται στις επιτόκους.
}}
}}