τελείωμα: Difference between revisions

41
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελείωμα''': ὡς καὶ νῦν, [[συμπλήρωσις]], τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· [[τελειότης]], τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.
|lstext='''τελείωμα''': ὡς καὶ νῦν, [[συμπλήρωσις]], τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· [[τελειότης]], τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τελείωμα]] Ν, και [[θεσσαλικός]] τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />[[συμπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρας]], [[τέλος]], [[σημείο]] τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει [[κάτι]] (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το [[τελείωμα]] του φουστανιού»)<br /><b>2.</b> [[εξάντληση]] («το [[λάδι]] έφτασε στο τέλειωμά του»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελειώματα</i><br />οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τελειοποίηση]], [[τελειότητα]] («[[τελείωμα]] τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφιέρωση]] με την [[ευκαιρία]] της τελείωσης, της ενηλικίωσης.
}}
}}