σφενδονήτης: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé d’une fronde, frondeur.<br />'''Étymologie:''' [[σφενδονάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé d’une fronde, frondeur.<br />'''Étymologie:''' [[σφενδονάω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σφενδονίτης]], ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [[σφενδονῶ</i> / [[σφενδόνη]]]]<br />[[στρατιώτης]] τών αρχαίων χρόνων [[ελαφρά]] οπλισμένος με [[σφενδόνη]]<br /><b>μσν.</b><br />(για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με [[σφενδόνη]].
}}
}}