χηρικός: Difference between revisions

46
(6_11)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.
|lstext='''χηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χήρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην [[χήρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[χηρικόν]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χηρικῶς</i> Μ<br />από [[άποψη]] ή [[κατά]] τον τρόπο χηρείας.
}}
}}