τριετής: Difference between revisions

1,097 bytes added ,  29 September 2017
41
(Bailly1_5)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές ; <i>gén.</i> έος-οῦς;<br />qui dure trois ans.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ἔτος]].
|btext=ής, ές ; <i>gén.</i> έος-οῦς;<br />qui dure trois ans.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ἔτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ, και [[τριετής]], τρίετες, θηλ. και [[τριέτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] τριών ετών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τριών ετών<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] τρίτο [[έτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τριετές [[σύστημα]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[επανάληψη]] της καλλιέργειας ενός φυτού [[κάθε]] τρίτο [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριετές</i><br />η [[ηλικία]] τών τριών ετών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τριετές</i><br />επί [[τρία]] έτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span>[[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>ετής</i>].
}}
}}