τυντλώδης: Difference between revisions

42
(6_7)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυντλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πηλώδης]], λασπώδης, «[[τυντλώδης]] καὶ [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ πεπατημένος καὶ [[κοινός]]· [[τύντλος]] γὰρ ὁ πεπατημένος [[πηλὸς]]» Α. Β. 65, 15.
|lstext='''τυντλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πηλώδης]], λασπώδης, «[[τυντλώδης]] καὶ [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ πεπατημένος καὶ [[κοινός]]· [[τύντλος]] γὰρ ὁ πεπατημένος [[πηλὸς]]» Α. Β. 65, 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύντλος]])<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[λασπώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «[[τυντλώδης]] και [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ [[πεπατημένος]] καὶ [[κοινός]]<br />[[τύντλος]] γὰρ ὁ [[πεπατημένος]] [[πηλός]]».
}}
}}