3,274,216
edits
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος;<br /><i>adj. c.</i> [[χαροπός]].<br />'''Étymologie:''' DELG forme poét. raccourcie de [[χαροπός]]. | |btext=ωνος;<br /><i>adj. c.</i> [[χαροπός]].<br />'''Étymologie:''' DELG forme poét. raccourcie de [[χαροπός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[προσωνυμία]] αρπακτικών ζώων και [[κυρίως]] του λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια [[λάμψη]] τών ματιών του ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. συντμ. τ. της λ. [[χαροπός]] / [[χαρωπός]], [[κατά]] μία [[άποψη]] σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] της λ. [[αἴθων]]. | |||
}} | }} |