φωνασκός: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />maître de chant <i>ou</i> de déclamation <i>litt.</i> celui qui exerce la voix.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]], [[ἀσκέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />maître de chant <i>ou</i> de déclamation <i>litt.</i> celui qui exerce la voix.<br />'''Étymologie:''' [[φωνή]], [[ἀσκέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φωνασκός]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δάσκαλος]] της ωδικής και της απαγγελίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του <i>φωνασκῶ</i>].
}}
}}