τρίστροφος: Difference between revisions

42
(6_19)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίστροφος''': -ον, τρὶς [[ἐστραμμένος]], δηλ. [[καλῶς]] συνεστραμμένος, [[λίνον]] Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.
|lstext='''τρίστροφος''': -ον, τρὶς [[ἐστραμμένος]], δηλ. [[καλῶς]] συνεστραμμένος, [[λίνον]] Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για κλωστές) [[στριμμένος]] [[τρεις]] φορές, καλά [[στριμμένος]] («[[λίνον]] ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>στροφος</i>].
}}
}}