ὑποίγνυμι: Difference between revisions

43
(6_13a)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποίγνῡμι''': μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.
|lstext='''ὑποίγνῡμι''': μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.
}}
{{grml
|mltxt=και ὑποίγω Α<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] λίγο ή το [[ανοίγω]] [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴγω]] / <i>οἴγνυμι</i> «[[ανοίγω]]»].
}}
}}