ταριχευτής: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui sale <i>ou</i> embaume.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui sale <i>ou</i> embaume.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[ταριχεύω]]<br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στην [[ταρίχευση]] [[νεκρών]]<br /><b>2.</b> [[τεχνίτης]] ειδικευμένος στη [[διατήρηση]] τροφίμων με [[πάστωμα]] ή με [[κάπνισμα]].
}}
}}