ταυρεία: Difference between revisions

40
(6_1)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρεία''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) [[εἶδος]] τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας [[ψόφος]] ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) [[μάστιξ]] ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
|lstext='''ταυρεία''': (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) [[εἶδος]] τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας [[ψόφος]] ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) [[μάστιξ]] ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]].
}}
}}