τείρω: Difference between revisions

1,000 bytes added ,  29 September 2017
40
(SL_2)
(40)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τείρω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distress]], [[harry]] ἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν (P. 1.52) τεῖρε δὲ στερεῶλτ;ςγτ; ἄλλαν μὲν [[σκέλος]], ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν] φέροισαν (Herakles beats? the maneating mares of Diomedes) fr. 169. 29.
|sltr=[[τείρω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distress]], [[harry]] ἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν (P. 1.52) τεῖρε δὲ στερεῶλτ;ςγτ; ἄλλαν μὲν [[σκέλος]], ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν] φέροισαν (Herakles beats? the maneating mares of Diomedes) fr. 169. 29.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κατατρύχω]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] (α. «μιν ἔτειρεν [[ἔρως]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[ἀλλά]] σε [[γήρας]] τείρει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἕλκει τειρόμενον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[τρίβω]], [[διατρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tero</i>), η οποία απαντά και ως μονοσύλλαβη <i>τερ</i> και ως δισύλλαβη <i>τερη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τι</i>-<i>τρώσκω</i>). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και οι τ. [[τέρην]], [[τέρυς]], [[τέρετρον]], [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]], [[τρίβω]], [[τρύω]].
}}
}}