3,273,401
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> son de voix;<br /><b>2</b> parole, discours.<br />'''Étymologie:''' [[φωνέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> son de voix;<br /><b>2</b> parole, discours.<br />'''Étymologie:''' [[φωνέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήματος, το, ΝΑ<br />[[φθόγγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που έχει διαφοροποιητική [[αξία]] στο φωνολογικό [[σύστημα]] μιας γλώσσας, συνθέτοντας [[έτσι]] τη [[λειτουργική]] της [[πλευρά]], όπως [[είναι]] οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η [[παρουσία]] ή η [[απουσία]] σε φωνητικώς όμοιο [[περιβάλλον]] επηρεάζει τη [[σημασία]] του εκφωνήματος, όπως λ.χ. / p-onos / «[[πόνος]]», / f-onos / «[[φόνος]]», / t-onos / «[[τόνος]]»<br /><b>2.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> [[ακουστική]] [[ψευδαίσθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] νομίζει ότι ακούει φωνές ή ομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]] φωνής, [[φωνή]] («τίνος [[φώνημα]], μῶν Ὀδυσσέως, ἐπῃσθόμην;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) [[φωνή]] προσώπου που τραγουδά<br /><b>3.</b> [[λόγος]] («φώνημ' ἰὸνπρὸς καιρόν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωνῶ</i>. Η λ. ως όρος της γλωσσολογίας [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>phoneme</i>]. | |||
}} | }} |