φυσασμός: Difference between revisions

45
(6_14)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φυσασμός''': ὁ, [[φύσημα]] ἀντίθετ. τῷ [[ἀασμός]], Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.
|lstext='''φυσασμός''': ὁ, [[φύσημα]] ἀντίθετ. τῷ [[ἀασμός]], Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />το [[φύσημα]], το να βγάζει [[κανείς]] περιορισμένη [[ποσότητα]] αέρα [[κατά]] την [[εκπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>φυσάζω</i>].
}}
}}