φθίδιος: Difference between revisions

45
(6_4)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις.
|lstext='''φθίδιος''': -α, -ον, ([[φθίω]]) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. [[μετὰ]] τὴν λέξιν φθόσις.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθι</i>- του [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]]].
}}
}}