3,277,121
edits
(6_14) |
(46) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑλιόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος». | |lstext='''χῑλιόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[χίλια]] ή, γενικά, [[πολλά]] πόδια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χιλιόπους]]<br />η [[σαρανταποδαρούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-[[πους]], <i>οκτά</i>-[[πους]]]. | |||
}} | }} |