σωματότης: Difference between revisions

40
(6_12)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] σώματος, ἡ [[φύσις]] τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.
|lstext='''σωμᾰτότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] σώματος, ἡ [[φύσις]] τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br />το να έχει [[κάτι]] ή [[κάποιος]] [[σώμα]], σωματική [[υπόσταση]].
}}
}}