φοινίκειος: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de feuilles de palmier : [[οἶνος]] HDT vin de palmier <i>ou</i> de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
|btext=ος, ον :<br />de feuilles de palmier : [[οἶνος]] HDT vin de palmier <i>ou</i> de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]] (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δένδρο]] [[φοίνικας]] ή [[εκείνος]] που προέρχεται από το [[δένδρο]] αυτό («[[φοινίκειος]] [[οἶνος]]», <b>Διόδ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />-ον, και ιων. τ. [[φοινικήϊος]], (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῑνιξ</i>, -<i>οίνικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι) («φοινίκειον [[φιλοτέχνημα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φοινίκεια</i><br />(ενν. <i>γράμματα</i>) το αρχαίο ιωνικό [[αλφάβητο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικηΐη voῡσος»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
}}