χολοποιός: Difference between revisions

46
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χολοποιός''': -όν, ὁ παράγων χολήν, ὁ ποιῶν, γεννῶν χολήν, [[θέρος]] Ἱππ. 50. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 96, κλπ. ΙΙ. τὸ χολοποιόν, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ ἀβροτόνου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 3. 29.
|lstext='''χολοποιός''': -όν, ὁ παράγων χολήν, ὁ ποιῶν, γεννῶν χολήν, [[θέρος]] Ἱππ. 50. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 96, κλπ. ΙΙ. τὸ χολοποιόν, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ ἀβροτόνου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 3. 29.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[χολή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χολοποιόν</i><br />το κοινώς γνωστό [[σήμερα]] [[φυτό]] αβρότονο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]]/[[χολή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}