χάλκωμα: Difference between revisions

1,618 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vase d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]].
|btext=ατος (τό) :<br />vase d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[χάρκωμα]] Ν, και χάλχωμα Α [[χαλκῶ]]<br />[[σκεύος]] ή [[εργαλείο]] ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) <i>τα χαλκώματα</i><br />α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια<br />β) το [[σύνολο]] τών σκευών που δίνονται στην [[νύφη]] ως [[προίκα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[αγγείο]] που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ [[πῶμα]] τοῦ χαλκώματος εἰς [[ζέον]] [[ὕδωρ]] ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις<br /><b>3.</b> (γενικά) [[πλάκα]], [[πινακίδα]] από [[μέταλλο]]<br /><b>4.</b> χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> μεταλλικό [[ηχείο]] της λύρας<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀσπίδος τὸ [[χάλκωμα]]» — το χάλκινο [[μέρος]] της ασπίδας (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}